- κωμῳδοδιδασκαλία
- κωμῳδο-δῐδασκᾰλία, ἡ,A rehearsing a comedy, training the chorus: generally, the comic poet's part, Ar.Eq.516.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κωμωδοδιδασκαλία — κωμῳδοδιδασκαλία, ἡ (Α) [κωμωδοδιδάσκαλος] διδασκαλία τών ηθοποιών και τού χορού προκειμένου να παίξουν σε κῳμωδία («κωμῳδοδιδασκαλίαν εἶναι χαλεπώτατον ἔργον ἁπάντων», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
κωμῳδοδιδασκαλίαν — κωμῳδοδιδασκαλίᾱν , κωμῳδοδιδασκαλία rehearsing a comedy fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)